Εγκεφαλική δραστηριότητα
Το 1848 έχει μείνει στην ιστορία των βιολογικών επιστημών ως η χρονιά κατά την οποία τέσσερις μετέπειτα διάσημοι βιολόγοι, ο Helmoltz, o Du Bois Reymond, o von Brucke, διατύπωσαν το περίφημο μανιφέστο για την «ερμηνευτική ιεράρχηση των επιστημών» (explanatory hierarchy of sciences). Στόχος τους ήταν να απαλλάξουν τη βιολογία από τον εναγκαλισμό του βιταλισμού (vitalism), δηλαδή της ιδέας ότι τα φαινόμενα της ζώσας ύλης οφείλονται σε κάποια ανεξιχνίαστη «ζωική δύναμη» η οποία δεν υπόκειται στις αναλυτικές μεθόδους. Κάθε πρόοδος στις βιολογικές επιστήμες στα εκατόν σαράντα χρόνια που πέρασαν από τότε, οφείλεται κατ΄ αρχήν στην εγκατάλειψη του βιταλισμού. Στην περίπτωση της μελέτης του εγκεφάλου όμως οι συνέπειες από το τολμηρό αυτό διανοητικό ξέσπασμα ήταν καταλυτικές. Πράγματι, αποδεικνύεται εύκολα ότι η εξέλιξη των ιδεών μας για το πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι συνυφασμένη από τότε, με την παράλληλη πρόοδο στον τομέα της τεχνολογίας. Ο ισχυρισμός αυτός δεν αφορά μόνο στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών(η οποία επέτρεψε τη λεπτομερέστερη μελέτη του εγκεφάλου) αλλά κυρίως, στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται η ίδια η γνώση μας και η επιστημονική μας σκέψη. Αξίζει να θυμηθούμε π.χ. ότι η έννοια πως ο εγκέφαλος αποτελείται από εξειδικευμένα κέντρα αποφάσεων τα οποία βρίσκονται σε διαρκή επικοινωνία μεταξύ τους γεννήθηκε μετά την ανακάλυψη του τηλέγραφου. Πιο πρόσφατα, στη δεκαετία του 1960, η ολογραφία, (δηλαδή η χρησιμοποίηση ακτινών laser για την «τρισδιάστατη» απεικόνιση αντικειμένων), έγινε η αφορμή για τη διατύπωση μιας ολόκληρης σειράς υποθέσεων που πρότειναν ότι η εξωτερική πραγματικότητα κωδικοποιείται στη μνήμη μας ως «κροσσοί συμβολής» της «συγχρονισμένης νευρωνικής δραστηριότητας» του εγκεφάλου. Σήμερα η πληροφορική, η κατ΄ εξοχήν δηλαδή τεχνολογία της γνώσης, που αναπτύσσεται μέσα από διεργασίες που συμβαίνουν στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Ταυτόχρονα, όμως μας προσφέρει άφθονα παραδείγματα που μας βοηθούν να τα κατανοήσουμε πως καταφέρνει ο εγκέφαλος μας να σκέφτεται.
Όταν ένας εγκέφαλος συνδιαλέγεται με έναν άλλο, η επικοινωνία μεταξύ τους γίνεται μέσω ενός ιδιαίτερα πολύπλοκου αλλά ταυτόχρονα πλούσιου και ευέλικτου πρωτόκολλου επικοινωνίας. Ο συνδυασμός «αισθητήρια όργανα – μυϊκό σύστημα» προσφέρει τους απαραίτητους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των δύο εγκεφάλων, ενώ οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται είναι κωδικοποιημένες σε ιδιαίτερα «πολύπλοκους» κώδικες όπως π.χ. στην φυσική μας γλώσσα ή τις άλλες μορφές ανθρώπινης έκφρασης δηλαδή τη μουσική, το χορό κ.λπ. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι χρησιμοποιούμε αυτό το πρωτόκολλο επικοινωνίας εδώ και εκατομμύρια χρόνια, οι γνώσεις μας σχετικά με την δομή του ή τη λειτουργία του δεν ξεπερνούν τα επίπεδο του στοιχειώδους. Για παράδειγμα, είμαστε – συνήθως – σε θέση να ερμηνεύσουμε ένα «κλείσιμο του ματιού» που απευθύνεται σε μας.
Όμως μας είναι σχεδόν αδύνατο να συντάξουμε μία «γραμματική» για το πώς και το πότε χρησιμοποιούμε αυτή τη μέθοδο επικοινωνίας. Έτσι, όταν ένας εγκέφαλος ερευνά έναν άλλο, όπως π.χ. συμβαίνει όταν καταφεύγουμε στο νευρολόγο για κάποιο ιστορικό μας πρόβλημα ή όταν ένας νευροφυσιολόγος πειραματίζεται πάνω στον εγκέφαλο ενός αρουραίου, ο εγκέφαλος – εξεταστής προσφεύγει συνήθως, σε παραμέτρους της λειτουργίας του εξεταζομένου εγκεφάλου οι οποίες παρά το γεγονός ότι παρέχουν σχετικά λίγες πληροφορίες στον εξεταστή, είναι ωστόσο ευκολότερο να αναλυθούν με τις αναλυτικές μεθόδους που έχουμε στη διάθεση μας.
Τέτοιες παράμετροι είναι η ηλεκτρική και η μαγνητική δραστηριότητα του εγκεφάλου, οι οποίες καταγράφονται ως το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ΗΕΓ) και το μαγνητοεγκεφαλογράφημα (ΜΕΓ) αντίστοιχα. Και στις δύο περιπτώσεις οι παράμετροι αυτές δεν αποτελούν παρά την διακύμανση μιας φυσικής ποσότητας. Αυτή είναι είτε η διαφορά του ηλεκτρικού δυναμικού ενός σημείου της κεφαλής από ένα σημείο του σώματος στην πρώτη περίπτωση είτε η ένταση του μαγνητικού πεδίου που εκπέμπεται από κάποιο σημείο του εγκεφάλου στη δεύτερη περίπτωση. Οπωσδήποτε και οι δύο αυτές φυσικές ποσότητες παρέχουν στον εξεταστή πολύ λιγότερες πληροφορίες ανά μονάδα χρόνου απ ότι ο προφορικός π.χ. λόγος. Όμως τόσο το ΗΕΓ όσο και το ΜΕΓ μπορούν να αναλυθούν αντικειμενικά σε αντίθεση με τον προφορικό λόγο του οποίου η ερμηνεία είναι υποκειμενική υπό την έννοια ότι εν μέρει εξαρτάται από τον ακροατή. Ακόμα η ερμηνεία τόσο του ΗΕΓ όσο και του ΜΕΓ μπορεί να γίνει με βάση πολύ λιγότερα κριτήρια από αυτά που απαιτούνται για την ερμηνεία του προφορικού λόγου ενώ τα αποτελέσματα της ανάλυσης τους αναφέρονται σε κάποια φυσιολογική διεργασία, έχουν δηλαδή ένα αποκλειστικά φυσικό υπόστρωμα.